- ἀμφισβητηματικός
- ἀμφισ-βητηματικός, ή, όν, = sq.; τὰ -κά Aps.p.236 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφισβητηματικοῖς — ἀμφισβητηματικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)